φεών

φεών
τῶν, Α
δωρ. τ. γεν. πληθ. τής λ. θεός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θ, θ — Το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό teth (= σπείρα, φίδι) που παριστανόταν  και δήλωνε ένα εμφαντικό τ. Το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν τον στιγμιαίο οδοντικό φθόγγο th, που διέφερε από το σημερινό θ …   Dictionary of Greek

  • Μουσούρος, Μάρκος — (Χάνδακας [Ηράκλειο] Κρήτης 1470; – Ρώμη 1517). Φιλόλογος, εκδότης αρχαίων συγγρα φέων και καθηγητής της ελληνικής στην Ιταλία κατά τους χρόνους της Αναγέννησης. Πολύ νωρίς, το 1486, εμφανίζεται στους κύκλους των λογίων της Φλωρεντίας, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • λαιφέων — λαίφη fem gen pl (epic ionic) λαῑφέων , λαῖφος shabby neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφέων — στῑφέων , στῖφος body of men in close array neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”